τρεμοφέγγισμα

τρεμοφέγγισμα
το, -ατος
φωτισμός με τρεμάμενο φως: Τρεμοφέγγισμα των άστρων.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τρεμοφέγγισμα — το, Ν [τρεμοφέγγω] το να φέγγει κάτι με τρεμουλιαστή φλόγα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”